Δεν γνώριζε κανένας από που ήρθε και αν είχε γονείς. Ήταν ένα μυστήριο αυτό το μικρό παιδί. Το χαρακτήριζε όμως μια μεγάλη χαρά και σκανδαλιά.
Μια φορά κι έναν καιρό πήρε τα παιχνίδια του και πήγε να παίξει στην μεγάλη αυλή ενός σπιτιού όπου κατοικούσε ένας μοναχικός γέρος.
Ο γέρος ήταν από εκείνους που βαριόταν ,δεν ήξερε πια τι να κάνει με την ζωή του. Δεν έβγαινε από το σπίτι και η μόνη του ασχολία ήταν να κάθεται. Όπως κάθε μέρα έτσι κι εκείνη την μέρα ξύπνησε, έφτιαξε τον καφέ του και πήγε να καθίσει στην αγαπημένη του κουνιστή καρέκλα που έβλεπε στο παράθυρο. Περνούσε σχεδόν όλη μέρα εκεί μη κάνοντας στην ουσία τίποτα. Είχε γίνει ένα μαζί της. Το πρωινό εκείνο με το που είδε από το παράθυρο τον μικρό εισβολέα έφριξε. Με ποιο δικαίωμα του είχε παραβιάσει τον ιδιωτικό του χώρο;
Εθισμένος όπως ήταν έσυρε την καρέκλα κ πλησίασε το παράθυρο ανοίγοντας το. Σιγά μην σηκωνόταν ο γέρος!! «Ποιός σου είπε ότι έχεις το δικαίωμα να ‘ρθης να παίξεις στην αυλή μου» Φύγε αμέσως» είπε κραυγάζοντας. «Έλα έξω να παίξουμε» του απάντησε εκείνο!! Έφριξε με το θράσος του μικρού παιδιού. Πήγε να βρίσει ο γέρος αλλά κρατήθηκε. Προσπάθησε να ηρεμήσει κλείνοντας το παράθυρο και τραβώντας τις κουρτίνες. Έσυρε την καρέκλα από την άλλη μεριά, άνοιξε την τηλεόραση και προσπάθησε να αδιαφορήσει για το συμβάν.
Την επόμενη μέρα ξύπνησε, έφτιαξε τον καφέ του και πήγε να συναντήσει τον δικό του έρωτα. Ναι την κουνιστή καρέκλα!!
Αυτός ήταν ο έρωτας της ζωής του τώρα, μιας κ η γυναίκα του είχε φύγει εδώ κ πολλά χρόνια. Δεν είχε προλάβει να κάτσει όταν είδε πάλι το μικρό παιδί στην αυλή με τα παιχνίδια του να παίζει να γελά να τραγουδά. Έξαλλος ο γέρος άνοιξε αμέσως το παράθυρο.
«Πάρε τα παιχνίδια σου και δρόμο. Άδειασε μου τον κήπο. Αν με ξαναενοχλήσεις θα καλέσω την αστυνομία να ’ρθει να σε μαζέψει».
Έκλεισε παράθυρα και κουρτίνες. Στρογγυλοκάθισε στην καρέκλα χαρούμενος που τρομοκράτησε το μικρό παιδί, σίγουρος πια ότι δεν θα τον ξαναενοχλήσει. «Γέρο τι θα γίνει;
Σε περιμένω. Έλα έξω να παίξουμε». Τρέλα μεγάλη το μικρό παιδί, δεν χαμπάριαζε τίποτα.
Ο γέρος πήρε την μεγάλη απόφαση να σηκωθεί από την καρέκλα, άρπαξε την μαγκούρα του κ βγήκε έξω να…. αναμετρηθεί με το μικρό παιδί!! Όμως όταν πλησίασε αυτό το πλάσμα κάτι άλλαξε. Είχε μια λάμψη κ φωτεινότητα μέσα του το μικρό παιδί. Σαν από θαύμα εκείνη την στιγμή ο γέρος ένιωσε τα στοιχεία που είχε η καρδιά του μικρού παιδιού. Η αγαλλίαση ήρθε κ τον βρήκε παίρνοντας του μεμιάς τον θυμό και τα νεύρα. Πέταξε την μαγκούρα και αγκάλιασε το παιδί ζητώντας του συγνώμη. Έπαιξε γέλασε και τραγούδησε ο γέρος μαζί με το μικρό παιδί μέχρι την δύση του ήλιου. Εκείνη την μέρα ένιωσε ξανά ζωντανός και νέος και η αλήθεια είναι ότι είχε ξεχάσει πότε ήταν η τελευταία φορά που τα ένιωσε αυτά Ο ίδιος πλέον ζήτησε από αυτό το φωτεινό μικρό πλασματάκι να έρθει να παίξει και την αυριανή μέρα. Έτσι χαρούμενος πήγε να ξαπλώσει.
Ήταν μια από τις πιο όμορφες μέρες της ζωή του.
Την επόμενη μέρα σηκώθηκε χαρούμενος έχοντας τον νου του στο παιδί. Προσπέρασε την καρέκλα και βγήκε αμέσως έξω στην αυλή. Το μικρό παιδί όμως δεν βρισκόταν εκεί. Κοίταξε κ στο πίσω μέρος της αυλής του σπιτιού αλλά άφαντο το παιδί. Ο γέρος αν και ταράχτηκε σκέφτηκε ότι μπορεί να έρθει αργότερα. Έτσι λοιπόν περίμενε έξω στην αυλή. Πέρασε όλη την μέρα περιμένοντας το μικρό παιδί να φανεί αλλά εκείνο δεν φάνηκε. Οι μέρες πέρασαν. Οι εβδομάδες κ οι μήνες πέρασαν κι αυτοί. Άδεια η αυλή. Με έναν γέρο που τώρα είχε βουλιάξει ξανά στην ρουτίνα του, καθισμένος στην καρέκλα απογοητευμένος κ με ένα βλέμμα παγωμένο. Μια μέρα ξύπνησε έτοιμος να κάνει τα ίδια. Έφτιαξε καφέ κ πήγε να κάτσει στην κουνιστή καρέκλα. Εκείνη την μέρα όμως που πήγε να κάτσει ένιωσε διαφορετικά. Η καρέκλα δεν ήταν τόσο βολική, ο ποπός του γέρου δεν μπορούσε να βολευτεί!! Σαν να του φαινόταν ξένη η καρέκλα, σαν να μην τον χωρούσε πια.
Η αγαπημένη του κουνιστή καρέκλα είχε μικρύνει για εκείνον πλέον…. Πήρε μια μεγάλη απόφαση τότε.
Κατευθύνθηκε στην αποθήκη, άρπαξε μια μεγάλη βαριοπούλα και επέστρεψε στο σαλόνι έτοιμος να κάνει το αδιανόητο!!
Βάζοντας όση δύναμη είχε και δεν είχε, σηκώσει τα χέρια ψηλά κρατώντας την βαριοπούλα, πήρε φόρα και ναι το έκανε!!! Έσπασε την καρέκλα σε κομματάκια. Πήγε σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού κάνοντας το ίδιο.
Σπάζοντας όπου έβρισκε τις καρέκλες. Είχε κάνει την δική του μικρή επανάσταση!! Χαμός μεγάλος εκείνη την μέρα με σπασμένες καρέκλες παντού μέσα στο σπίτι. Ο γέρος όμως είχε βρει τρόπο να γεννήσει για πρώτη φορά ο ίδιος τον εαυτό του. Πρωτοτύπησε και άρχισε να μαθαίνει πως να κάθεται στο πάτωμα, όπως κάνουν στην Ανατολή.
Ένιωθε ξανά ζωντανός και νέος. Άρχισε να γίνεται δραστήριος και με τις σπασμένες καρέκλες βρήκε τρόπο κ έφτιαξε μια μικρή παιδική χαρά από κούνιες κ τσουλήθρες. Κάλεσε όλα τα παιδιά της γειτονιάς να έρχονται να παίζουν. Έπαιζε κ εκείνος με αυτά, με την χαρά ενός μικρού παιδιού.
Πριν συμβούν όλα αυτά, οι γιατροί είχαν διαγνώσει στον ηλικιωμένο γέρο ότι σύντομα δεν θα ήταν ικανός να περπατήσει. Αυτό δεν συνέβη ποτέ όμως….
Το μικρό παιδί δεν φάνηκε ποτέ ξανά στην αυλή του. Αν κ έψαξε να το βρει οι προσπάθειες του δεν είχαν αποτέλεσμα.
Τότε όμως θυμήθηκε κάτι ο γέρος. Πριν την συνάντηση του με το μικρό παιδί και για πολύ καιρό, σχεδόν καθημερινά έβλεπε ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο. Ένα αστέρι που προερχόταν από τον αστερισμό του καρκίνου να φεύγει από τον ουρανό και να έρχεται προς το μέρος του. Λίγο πριν τον πλησιάσει πάντα ξυπνούσε. Τώρα είχε καταλάβει. Του είχε δοθεί η απάντηση, ποιο ήταν πραγματικά το παιδί και τον τόπο προέλευσης του. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό και χαμογέλασε.
Μερικές φορές ακούει ακόμα την φωνή εκείνου του μικρού παιδιού. Που γέλαγε και τραγουδούσε……